- φωταγώγιο
- το(ναυτ.), μικρό τζαμωτό άνοιγμα στον τοίχο πυριτιδαποθήκης πολεμικού πλοίου για τον ακίνδυνο φωτισμό της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωταγώγιο — το, Ν [φωταγωγός] ναυτ. μικρό υαλόφρακτο χώρισμα στον τοίχο πυριτιδαποθήκης πλοίου, που χρησιμεύει για ακίνδυνο εξωτερικό φωτισμό της … Dictionary of Greek